- εὐρύνωτος
- εὐρύνωτοςbroad-backedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευρύνωτος — εὐρύνωτος, ον (Α) αυτός που έχει ευρέα νώτα, φαρδιές πλάτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + νωτος (< νώτα), πρβλ. πλατύ νωτος, υψηλό νωτος] … Dictionary of Greek
εὐρύνωτοι — εὐρύνωτος broad backed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευρυ- — (ΑΜ εὐρυ ) α συνθετικό λέξεων το οποίο προσδίδει στο β συνθετικό τις σημασίες: α) πλατύς, εκτεταμένος (πρβλ. εὐρυτενής, εὐρύτιμος) β) μεγάλος, πολύς (εὐρυγάστωρ, εὐρυδίνης, εὐρυμαθής) γ) βαθύς (εὐρυβέρεθρος) δ) ισχυρός (εὐρυσθενής). ΣΥΝΘ. (Α… … Dictionary of Greek
πλατύνωτος — η, ο / πλατύνωτος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πλατιά νώτα, ευρύνωτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + νῶτον (πρβλ. ευρύ νωτος)] … Dictionary of Greek